0

ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ ΣΗΜΑΝΤΙΚΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ

  1. H υπ` αριθ. 1045/2014 απόφαση του Αρείου Πάγου με την οποία έγιναν αποδεκτοί οι ισχυρισμοί και τα αιτήματά μας, με αποτέλεσμα να ακυρωθεί αμετάκλητα διεθνής διαγωνισμός ως μη νόμιμος.

 

  1. Η υπ` αριθ. 7189/2009 απόφαση του Εφετείου Αθηνών με την οποία δικαιώθηκε αμετάκλητα η εντολέας μας (ανώνυμη εταιρία), αφού η ΔΕΗ ΑΕ, υποχρεώθηκε να την ηλεκτροδοτεί με τιμολόγιο βιομηχανικού ηλεκτρικού ρεύματος.

 

  1. Η υπ` αριθ. 132/2000 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατίας, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση αναστολής της αντιδίκου μας (ανώνυμη εταιρία) με αίτημα την απαγόρευση υπογραφής συμβάσεως, σε ανάδοχο διεθνούς διαγωνισμού του Ν. 2597/1997 για την προστασία των συμμετεχόντων σε διαγωνισμούς του Δημοσίου.

 

  1. Η υπ` αριθ. 1/2006 απόφαση του Αρείου Πάγου, με την οποία έγιναν αποδεκτά τα αιτήματα του εντολέα μας, αναφορικά με θέματα καταδολίευσης δανειστών επί πτωχεύσεως.

 

  1. Η υπ` αριθ. 3054/2015 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατίας, με την οποία κρίθηκαν θέματα προστασίας περιβάλλοντος κατά τη χορήγηση άδειας λειτουργίας βιομηχανίας-Μελέτη περιβαλλοντογικών επιπτώσεων.

 

  1. Η υπ` αριθ. 1064/2010 απόφαση του Αρείου Πάγου με την οποία κρίθηκαν θέματα αναφορικά με την ερμηνεία και εκπλήρωση δανειακών συμβάσεων, με συμφωνηθέν επιτόκιο πέραν του νόμιμου.

 

  1. Άρθρο του Νικολάου Σιάρκου στην εφημερίδα «Ελευθεροτυπία», κατά το έτος 2006, με θέμα «οι νέοι Δικαστές, απαιτούμενα προσόντα και προβληματισμοί κατά την απονομή της δικαιοσύνης.
0

Χρόνος φορολόγησης κληρονομούμενου ρυμοτομούμενου ακινήτου- Αμαλία Σιάρκου

Χρόνος φορολόγησης κληρονομούμενου ρυμοτομούμενου ακινήτου

Το αντίστοιχο οικονομικό περιβάλλον και οι κατά περίπτωση ανάγκες ταχείας είσπραξιμότητας του κράτους, οδηγούν στη θέσπιση διαδοχικών διατάξεων στην πορεία των ετών, οι οποίες ορίζουν και επανακαθορίζουν το χρόνο φορολόγησης κληρονομούμενου ακινήτου, το οποίο έχει κριθεί απαλλοτριωτέο ή ρυμοτομούμενο.

Στη νομοθεσία φορολογίας κληρονομιών η υποχρέωση καταβολής του οικείου φόρου γεννάται, κατ’ αρχήν, κατά το χρόνο θανάτου του κληρονομούμενου. Ωστόσο ο χρόνος φορολογίας του κληρονομούμενου απαλλοτριωτέου ακινήτου, το οποίο τελεί υπό πολεοδομικό βάρος και στερεί στον κληρονόμο κάθε δικαίωμα χρήσης και εκμετάλλευσης, αποτελεί σύνθετο ζήτημα, το οποίο χρήζει αντιμετώπισης.

Ανατρέχοντας στο παρελθόν, εντοπίζουμε τη διάταξη της περ. ι του άρθρου 7 του Κώδικα (ν. 2961/2001), η οποία όριζε ότι η φορολογική υποχρέωση γεννιέται κατά το χρόνο καταβολής του τιμήματος για τα κτήματα που απαλλοτριώνονται αναγκαστικά ή κατά το χρόνο άρσης της απαλλοτρίωσης, εφόσον η απαλλοτρίωση κηρύχθηκε πριν από την κτήση. Θεωρούνται ως αναγκαστικώς απαλλοτριούμενα και τα ρυμοτομούμενα ακίνητα από την έκδοση του οικείου διατάγματος.

Περαιτέρω, με το άρθρο 25Α παρ. 1, εδαφ. α’ του ν. 3842/2010 (ΦΕΚ Α’ 58/23.4.2010) καταργήθηκε η διάταξη της περίπτωσης ι’ του αρθρου 7 του ν. 2961/2001, με σκοπό, κατά τα αναφερόμενα στην οικεία αιτιολογική έκθεση, «… οι φορολογούμενοι να μην έχουν σε εκκρεμότητα τις υποθέσεις αυτές και να μην επιβαρύνονται με φόρο σε χρόνο κατά τον οποίο πιθανόν να έχουν ήδη μεταβιβάσει τα ακίνητά τους …..», με το εδάφιο β’ της ίδιας παραγράφου 1 του αυτού άρθρου 25Α του ν. 3842/2010 ετάχθη προθεσμία για την υποβολή δηλώσεων στις υποθέσεις στις οποίες, εκ του νόμου, είχε μετατεθεί ο χρόνος φορολογίας ως εξής: «Μέσα σε προθεσμία ενός έτους από τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, οι φορολογούμενοι υποχρεούνται να υποβάλλουν δηλώσεις φόρου κληρονομιών, δωρεών και γονικών παροχών στις οποίες, κατά την ημερομηνία αυτή, είχαν εφαρμογή οι καταργούμενες διατάξεις».

Ωστόσο, η Ολομέλεια του Συμβούλιου της Επικρατείας έκρινε εκ νέου το εν λόγω ζήτημα, ανοίγοντας το δρόμο στη θέσπιση νέων σχετικών διατάξεων. Ειδικότερα, η υπ’ αρ. 166/2016 απόφαση, η οποία κινήθηκε στο πλαίσιο της ΕΣΔΑ, του Κώδικα Πολεοδομικής Νομοθεσίας, των συνταγματικών διατάξεων αλλά και των συναλλακτικών ηθών, της καλής πίστης και της κοινωνικής δικαιοσύνης, επανέφερε τη διάταξη περί αναβολής της επιβολής του φόρου κληρονομίας ως προς τα ρυμοτομούμενα ακίνητα.

Ειδικότερα, έκρινε ότι αντικείμενο της φορολογίας κληρονομιών και μέτρο της φοροδοτικής ικανότητας του κληρονόμου αποτελεί η επαύξηση της περιουσίας του με την κληρονομιαία, ο δε ισχύων Κώδικας αποβλέπει για την επιβολή του φόρου στην αξία της κληρονομιαίας περιουσίας ως αντανακλώσα φοροδοτική ικανότητά τούτου. Όταν στην περιουσία αυτή περιλαμβάνονται ακίνητα που τελούν υπό ειδικές συνθήκες από άποψη πολεοδομικών βαρών και περιορισμών, όπως αστικά ακίνητα τα οποία έχουν κηρυχθεί αναγκαστικώς απαλλοτριωτέα ή έχουν ρυμοτομηθεί, ο κληρονόμος στερείται του δικαιώματος χρήσης και εκμετάλλευσης κατά τον προορισμό τους, που είναι κατ’ αρχήν, η δόμηση, και, συνακόλουθα, της διαθέσεως αυτών στην πραγματική τους (αγοραία) αξία, εξουσίες που αναμφισβήτητα έχει ο κληρονόμος ακινήτων που δεν βρίσκονται σε τέτοια κατάσταση. Στην πραγματικότητα άλλωστε, ο κληρονόμος ακινήτου που έχει κηρυχθεί, πριν από την επαγωγή, αναγκαστικώς απαλλοτριωτέο κληρονομεί ουσιαστικά την προσδοκία καταβολής αποζημίωσης.

Ως εκ τούτου, σε μια τέτοια περίπτωση που οι συνέπειες της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης του ακινήτου έχουν καταστήσει ουσιαστικά αδύνατη την κατά προορισμό χρήση και εκμετάλλευση του για τον κληρονόμο, η επιβολή φόρου έρχεται σε αντίθεση με το αρθρ. 4 παρ. 5 του Συντάγματος, καθ’ ο μέρος καθιστά υποχρεωτική την επιβολή φόρου κατά το χρόνο θανάτου του κλήρονομούμενου, αφού, υπό τις συμθήκες αυτές, η απόκτηση της κυριότητας του ακινήτου δεν αντανακλά αντίστοιχη επαύξηση της φοροδοτικής ικανότητας του κληρονόμου, διασφαλίζοντας, όπως θα έπρεπε, την φορολόγησή του «ανάλογα με τις δυνάμεις του».